- μαχμουρλής
- και μαχμούρης, ο, θηλ. μαχμουρλίδισσα και μαχμούρισσα και μαχμουρλούνεοελλ.1. υπναλέος, αγουροξυπνημένος2. βαρύθυμος, δύσθυμος, κακόκεφος3. μτφ. δυσκίνητος, βραδύς, νωθρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαχμουρλής < τουρκ. mahmurlu, ενώ ο τ. μαχμούρης < τουρκ. mahmur.
Dictionary of Greek. 2013.